- συγκληρονομία
- συγκληρονομιά η1) общее наследство (многих лиц); 2) юр. сонаследование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συγκληρονομία — η, ΝΑ [συγκληρονόμος] περιουσία που περιέρχεται σε πολλούς κληρονόμους νεοελλ. (νομ.) η ύπαρξη περισσότερων κληρονόμων στην ίδια κληρονομιά … Dictionary of Greek
ԺԱՌԱՆԳԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0833 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. συγκληρονομία, συγκλήρωσις cohaereditas, communio, societas լինել ժառանգակից. կցորդութիւն ʼի ժառանգականութեան. *Յորդեգրութիւն հօրն երկնաւորի, եւ ʼի ժառանգականութիւն քրիստոսի աստուծոյ. Շ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)